- σατραπεύειν
- σατραπεύωto be a satrappres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σατραπεύω — και ξατραπεύω Α [σατράπης] 1. είμαι σατράπης 2. (γενικά) α) κυβερνώ ως σατράπης β) συμπεριφέρομαι ως σατράπης («δεῑ τὴν γυναῑκα σατραπεύειν», Ξεν.) … Dictionary of Greek